ἐπιφάσεως

ἐπιφάσεως
ἐπιφάσεω̆ς , ἐπίφασις
becoming visible
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επίφαση — η (AM ἐπίφασις) [επιφαίνω] 1. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση, το εξωτερικό («ἐπίφασις βασιλικὴ καὶ δύναμις», Πολ.) 2. φρ. «κατ’ επίφαση( ιν)» φαινομενικά («κατὰ μὲν τὴν ἐπίφασιν ἐποίει τὸ παραπλήσιον, κατὰ δὲ τὴν ἀλήθειαν...», Πολ.) αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”